Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα γαλακτερά

  • 1 молочный

    молочный: \молочныйые продукты τα γαλακτερά
    * * *

    моло́чные проду́кты — τα γαλακτερά

    Русско-греческий словарь > молочный

  • 2 молочный

    επ.
    1. γαλακτοφόρος•

    молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.

    || γαλακτερός, πολυγάλακτος.
    2. γαλακτοπαραγωγικός•

    -ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.

    || του γάλατος•

    молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.

    3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•

    молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•

    молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.

    4. από γάλα•

    -ые продукты τα γαλακτερά.

    5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•

    молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.

    6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
    7. το γαλακτερό.
    εκφρ.
    молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•
    - ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•
    - ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•
    - ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•
    - ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•
    - ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > молочный

  • 3 турсук

    α. (διαλκ.) ασκί για γαλακτερά.

    Большой русско-греческий словарь > турсук

См. также в других словарях:

  • γαλακτερός — γαλακτερός, ή, ό και γαλαχτερός, ή, ό και γαλατερός, ή, ό 1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλάκτιον — γαλάκτιον, το (Α) [γάλα] 1. γαλατάκι, λίγο γάλα 2. τὰ γαλάκτια τα γαλακτερά …   Dictionary of Greek

  • γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»