-
1 молочный
-
2 молочный
επ.1. γαλακτοφόρος•молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.
|| γαλακτερός, πολυγάλακτος.2. γαλακτοπαραγωγικός•-ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.
|| του γάλατος•молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•
молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.
4. από γάλα•-ые продукты τα γαλακτερά.
5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.
6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.7. το γαλακτερό.εκφρ.молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•- ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•- ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•- ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•- ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•- ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά. -
3 турсук
-а α. (διαλκ.) ασκί για γαλακτερά.
См. также в других словарях:
γαλακτερός — γαλακτερός, ή, ό και γαλαχτερός, ή, ό και γαλατερός, ή, ό 1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλάκτιον — γαλάκτιον, το (Α) [γάλα] 1. γαλατάκι, λίγο γάλα 2. τὰ γαλάκτια τα γαλακτερά … Dictionary of Greek
γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek